- ξενίη
- ξενίη: hospitality, entertainment as guest, guest-friendship. (Od.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Ξενίη — Ξενίης masc voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενίη — ξένιος belonging to friendship and hospitality fem nom/voc sg (epic ionic) ξενία hospitality shown to a guest fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξενίῃ — Ξενίης masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενίῃ — ξένιος belonging to friendship and hospitality fem dat sg (epic ionic) ξενία hospitality shown to a guest fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενία — I Επίθετο που δινόταν στη θεά Αθηνά, ως προστάτιδα των ξένων, και ως θεά που φρόντιζε να τηρούνται οι νόμοι της φιλοξενίας. Η Αθηνά η Ξενία λατρευόταν μόνο στη Σπάρτη. II Μικρός παράλιος οικισμός (39 κάτ., υψόμ. 5), στην επαρχία Σκοπέλου, του… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek